ItalianoGreco


màstra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmastra]

1 σκάφη ζυμώματος
2 πλαίσιο στήριξης ιστού ή βαρούλκου (ειδικά όταν περνά μέσα από το κατάστρωμα)
3 ανυψωμένο πλαίσιο ανοίγματος πλοίου για να κρατά τα νερά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---