màstra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmastra]
1 σκάφη ζυμώματος
2 πλαίσιο στήριξης ιστού ή βαρούλκου (ειδικά όταν περνά μέσα από το κατάστρωμα)
3 ανυψωμένο πλαίσιο ανοίγματος πλοίου για να κρατά τα νερά
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmastra]
1 σκάφη ζυμώματος
2 πλαίσιο στήριξης ιστού ή βαρούλκου (ειδικά όταν περνά μέσα από το κατάστρωμα)
3 ανυψωμένο πλαίσιο ανοίγματος πλοίου για να κρατά τα νερά
permalink
mastra (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android