ItalianoGreco


medicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mediˈkare]

γιατρεύω

medicarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mediˈkarsi]

1 περιποιούμαι ιατρικά τον εαυτό μου
2 φροντίζω ιατρικά τον εαυτό μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z