melmóso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [melˈmoso], [melˈmozo]
1 γλιτσιασμένος
2 γλιστερός
3 γλοιώδης
4 γεμάτος κατακάθια ή πουρί
5 παχύρρευστος
6 που βγάζει υγρό σιγά-σιγά
7 βορβορώδης
8 λασπωμένος
9 λασπερός
10 πηλώδης
11 λασπώδης
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [melˈmoso], [melˈmozo]
1 γλιτσιασμένος
2 γλιστερός
3 γλοιώδης
4 γεμάτος κατακάθια ή πουρί
5 παχύρρευστος
6 που βγάζει υγρό σιγά-σιγά
7 βορβορώδης
8 λασπωμένος
9 λασπερός
10 πηλώδης
11 λασπώδης
permalink
melmoso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android