ItalianoGreco


ménage  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meˈnaʒ]

1 νοικοκυριό
2 διαχείριση υποθέσεων σπιτιού
3 νοικοκύρεμα
4 δουλειές ρουτίνας απαραίτητες
5 νοικοκυροσύνη
6 οικοκυροσύνη
7 οικοκυρική
8 βάστηγμα του νοικοκυριού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z