Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›menefreghìsmo

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

menefreghìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [menefreˈgizmo]

1 οχαδερφισμός
2 ζαμανφουτισμός
3 αδιαφορία


permalink
‹ mendico
menefreghista ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mendicare (ρ.αμτβ.)
mendicare (ρ. μτβ.)
mendicità (θηλ.ουσ)
mendico (ουσ αρσ )
mendico (επίθ.)
menefreghismo (ουσ αρσ )
menefreghista (ουσ αρσ και θηλ.)
menefreghista (επίθ.)
meneghino (ουσ αρσ )
meneghino (επίθ.)
Menelao (κύρ.όν. αρσ.)
menestrello (ουσ αρσ )
menhir (ουσ αρσ )
meninge (θηλ.ουσ)
meningeo (επίθ.)
meningite (θηλ.ουσ)
meningococco (ουσ αρσ )
meningoencefalite (θηλ.ουσ)
meningoencefalitico (επίθ.)
menisco (ουσ αρσ )


---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti