ItalianoGreco


menomàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [menoˈmato]

ανάπηρος άνθρωπος

menomàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [menoˈmato]

1 εξασθενημένος
2 σακατεμένος
3 ανάπηρος
4 μειωμένος
5 ελαττωμένος
6 υποτιμημένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z