ItalianoGreco


meretrìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mereˈtriʧo]

1 ιεροδουλία
2 εταιρισμός
3 προαγωγεία
4 πορνεία
5 επάγγελμα πουτάνας
6 πορνεία
7 εκπόρνευση
8 αγοραίος έρωτας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---