ItalianoGreco


merlàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [merˈlato]

1 οχυρωμένος με επάλξεις
2 οχυρωμένος με προπύργια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---