ItalianoGreco


mescolànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [meskoˈlantsa]

1 κράμα
2 συνονθύλευμα
3 σμίξιμο
4 μείγμα
5 συνδυασμός
6 φύρδην μίγδην
7 συμπίλημα
8 σύμφυρμα
9 πρόσμειξη
10 συγκερασμός
11 ανακάτωμα
12 ανακάτεμα
13 ανάμειξη
14 μπλέξιμο
15 παρέμβαση
16 ανάμιξη
17 μείξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---