messaggèro
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [messadˈʤɛro]
1 ταχυδρόμος
2 μηνύτωρ
3 προάγγελος
4 ταχυδρόμος σε εταιρεία κούριερ
5 κήρυκας
6 μαντατοφόρος
7 αγγελιοφόρος
8 αγγελιαφόρος
9 διαγγελέας
10 εξάγγελος
11 διάγγελος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [messadˈʤɛro]
1 ταχυδρόμος
2 μηνύτωρ
3 προάγγελος
4 ταχυδρόμος σε εταιρεία κούριερ
5 κήρυκας
6 μαντατοφόρος
7 αγγελιοφόρος
8 αγγελιαφόρος
9 διαγγελέας
10 εξάγγελος
11 διάγγελος
permalink
messaggero (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android