ItalianoGreco


messaggèro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [messadˈʤɛro]

1 ταχυδρόμος
2 μηνύτωρ
3 προάγγελος
4 ταχυδρόμος σε εταιρεία κούριερ
5 κήρυκας
6 μαντατοφόρος
7 αγγελιοφόρος
8 αγγελιαφόρος
9 διαγγελέας
10 εξάγγελος
11 διάγγελος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---