ItalianoGreco


metalmeccànico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [me,talmekˈkaniko]

εργάτης μεταλλοτεχνίας

metalmeccànico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [me,talmekˈkaniko]

1 ο της επιστήμης μηχανικών
2 μεταλλικός και μηχανικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---