ItalianoGreco


meteorològico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [meteoroˈlɔʤiko]

μετεωρολογικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bollettino [αρσ.] meteorologico = το δελτίο καιρού, το μετεωρολογικό δελτίο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---