ItalianoGreco


milìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈlittsja]

1 ασκέρι
2 ορδί
3 στρατός
4 στρατιωτική πρακτική
5 στρατιωτική θητεία
6 στρατιωτική ζωή
7 πολιτοφυλακή
8 εθνοφυλακή
9 εθνοφρουρά
10 στρατιά
11 στράτευμα
12 σεφέρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---