ItalianoGreco


mineràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mineˈrale]

1 ορυκτό
2 μετάλλευμα

mineràle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mineˈrale]

μπουκάλι μεταλλικού νερού

mineràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mineˈrale]

Μεταλλικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


una bottiglia [θηλ.] di acqua minerale = ένα μπουκάλι εμγιαλωμένο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---