ItalianoGreco


modellàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [modelˈlato]

πλάσιμο

modellàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [modelˈlato]

1 κατασκευασμένος ως μοντέλο
2 φτιαγμένος βάσει προτύπου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---