ItalianoGreco


modificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [modifikatˈtsjone]

1 διόρθωση
2 διαρρύθμιση
3 μετασκευή
4 ανακαίνιση
5 καλυτέρευση
6 βελτίωση
7 μεταρρύθμιση
8 αλλαγή
9 τροπολογία
10 τροποποίηση
11 μεταποίηση
12 μετασχηματισμός
13 μετατροπή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---