ItalianoGreco


monacazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monakatˈtsjone]

1 ομολογία θρησκευτικής πίστης
2 καλογέρεμα
3 λήψη μοναστικών όρκων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z