ItalianoGreco


monoculàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɔnokuˈlare]

1 επιδρών σε ένα μάτι
2 για χρήση από ένα μάτι
3 μονόφθαλμος
4 μονοφθάλμιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---