monòlogo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔlogo]
1 θεατρικό έργο ή σκηνή όπου ο ηθοποιός μονολογεί
2 ομιλία απευθυνόμενη στο ίδιο το πρόσωπο που μιλάει
3 μονόλογος
4 μονολογία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔlogo]
1 θεατρικό έργο ή σκηνή όπου ο ηθοποιός μονολογεί
2 ομιλία απευθυνόμενη στο ίδιο το πρόσωπο που μιλάει
3 μονόλογος
4 μονολογία
permalink
monologo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android