ItalianoGreco


monopolizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [monopolidˈdzare]

1 πουλώ κατ' αποκλειστικότητα
2 εμφανίζομαι ως ο μόνος κάτοχος μιας ιδιότητας ή αρετής
3 μονοπωλώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---