montàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [monˈtare]
1 (salire) ανεβαίνω
2 (oggetto) δένω, μοντάρω
montàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [monˈtare]
1 δένω
2 στήνω
3 συναρθρώνω
4 συναρμόζω
5 βάζω
6 παραλέω
7 υπερβάλλω
8 μεγαλοποιώ
9 διογκώνω
10 μαρκαλίζω (για ζώα)
11 καβαλώ (για ζώα)
12 καβαλικεύω
13 καβαλώ
14 μοντάρω
15 αρμολογώ
16 διαρθρώνω
17 αρθρώνω
18 συναρμολογώ
montarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [monˈtarsi]
1 εξάπτομαι
2 παθαίνομαι
3 παίρνω φωτιά
4 οργίζομαι
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [monˈtare]
1 (salire) ανεβαίνω
2 (oggetto) δένω, μοντάρω
montàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [monˈtare]
1 δένω
2 στήνω
3 συναρθρώνω
4 συναρμόζω
5 βάζω
6 παραλέω
7 υπερβάλλω
8 μεγαλοποιώ
9 διογκώνω
10 μαρκαλίζω (για ζώα)
11 καβαλώ (για ζώα)
12 καβαλικεύω
13 καβαλώ
14 μοντάρω
15 αρμολογώ
16 διαρθρώνω
17 αρθρώνω
18 συναρμολογώ
montarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [monˈtarsi]
1 εξάπτομαι
2 παθαίνομαι
3 παίρνω φωτιά
4 οργίζομαι
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
montarsi la testa = παίρνει το μυαλό μου αέρα
montare (ρ.αμτβ.)
montare (ρ. μτβ.)
montarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android