ItalianoGreco


moscàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mosˈkato]

(vino) το μοσχάτο

moscàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mosˈkato]

1 πιτσιλωτός
2 μοσχάτος
3 παρδαλός
4 διάστικτος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


noce [θηλ.] moscata = το μοσχοκάρυδο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---