ItalianoGreco


motociclìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [motoʧiˈklista]

ο μοτοσυκλετιστής, η μοτοσυκλετίστρια

motociclìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [motoʧiˈklista]

Μοτοσικλετιστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---