ItalianoGreco


motóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈtore]

ο κινητήρας, το μοτέρ

motóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈtore]

1 κινητικός
2 κινητήριος
3 μηχανοκίνητος
4 ικανός να κινήσει


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


albero [αρσ.] motore = ο κινητήριος άξονας || barca [θηλ.] a motore = η βάρκα με μηχανή || cofano [αρσ.] motore = η θήκη του κινητήρα || motore [αρσ.] a iniezione = ο κινητήρας ψεκασμού



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---