ItalianoGreco


mózzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmottso]

1 πλήμνη
2 καμαρότος
3 ομφαλός τροχού
4 κέντρο ή αφαλός τροχού
5 ναυτόπαιδο
6 μούτσος

mòzzo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔttso]

1 λειψός
2 κολοβωμένος
3 αποκομμένος
4 κομμένος
5 κουτσονούρης
6 ακρωτηριασμένος
7 κουτσουμπός
8 κολοβός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---