ItalianoGreco


mugùgno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈguɲɲo]

1 γκρίνιασμα
2 γογγυσμός
3 μουρμούρα
4 κρεβατομουρμούρα
5 μεμψιμοιρία
6 φάγωμα
7 γρίνια
8 κλαψούρα
9 γκρίνια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---