ItalianoGreco


nàia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnaja]

1 κόμπρα γένους naja
2 στρατιωτική ζωή (στην αργκό των φαντάρων)
3 στρατιωτική θητεία (στην αργκό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z