Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nàpoli  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnapoli]

η Νάπολη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  napoletano nappa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

napoleonico (αρσ. επίθ και ουσ)
napoleonide (ουσ αρσ και θηλ.)
napoletana (θηλ.ουσ)
napoletano (ουσ αρσ )
napoletano (επίθ.)
napoli (ουσ αρσ και θηλ.)
nappa (θηλ.ουσ)
nappo (ουσ αρσ )
narcisismo (ουσ αρσ )
narcisista (ουσ αρσ και θηλ.)
narcisistico (επίθ.)
narciso (ουσ αρσ )
narcoanalisi (θηλ.ουσ)
narcolessia (θηλ.ουσ)
narcosi (θηλ.ουσ)
narcoterapia (θηλ.ουσ)
narcotico (ουσ αρσ )
narcotico (επίθ.)
narcotina (θηλ.ουσ)
narcotismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---