navigànte
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [naviˈgante]
1 πελαγοδρόμος
2 ναυτικός
3 ναύτης
4 θαλασσινός
navigànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [naviˈgante]
1 ναυτιλλόμενος
2 που πετά σε κάποια πτήση
3 ναυτιλιακός
4 ναυτικός
5 θαλάσσιος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [naviˈgante]
1 πελαγοδρόμος
2 ναυτικός
3 ναύτης
4 θαλασσινός
navigànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [naviˈgante]
1 ναυτιλλόμενος
2 που πετά σε κάποια πτήση
3 ναυτιλιακός
4 ναυτικός
5 θαλάσσιος
permalink
navigante (ουσ αρσ )
navigante (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android