ItalianoGreco


negoziànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [negotˈtsjante]

ο καταστηματάρχης, η καταστηματάρχισσα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z