ItalianoGreco


nèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɛsso]

1 σύνδεσμος
2 δεσμός
3 συνδεδεμένη ομάδα
4 κρίκος
5 σύνδεση
6 διασύνδεση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---