ItalianoGreco


nìveo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈniveo]

1 ολόασπρος
2 ολόλευκος
3 κρινόλευκος
4 κατάλευκος σαν χιόνι
5 κάτασπρος
6 πάλλευκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---