ItalianoGreco


noncurànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,nonkuˈrantsa]

1 ζαμανφουτισμός
2 ζεμανφουτισμός
3 οχαδερφισμός
4 απραγμοσύνη
5 αδιαφορία
6 απάθεια
7 αμεριμνησία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---