ItalianoGreco


nòrma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔrma]

ο κανόνας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di norma = κατά κανόνα || norme [θηλ. πλυθ.] di sicurezza = οι κανόνες [m.] ασφάλειας || norme [θηλ. πλυθ.] per l'uso = οι οδηγίες [f.] χρήσεως



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---