ItalianoGreco


nùlla  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnulla]

1 κενότητα
2 μηδαμινότητα
3 το πιο ελάχιστο πράγμα
4 το τίποτε
5 ανυπαρξία
6 ασημαντότητα

nùlla  
αντωνυμία

Προσφορά I.P.A.: [ˈnulla]

τίποτε

nùlla  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈnulla]

1 ουδαμώς
2 ντιπ
3 τίποτε
4 ποσώς
5 διόλου
6 καθόλου
7 μηδόλως
8 μηδαμώς


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non fa nulla = δεν πειράζει || non me ne frega nulla = κομμάτια θα γίνει! || non me ne importa nulla = δεν δίνω φράγκο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---