ItalianoGreco


occàso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [okˈkazo]

1 ηλιόγερμα
2 λιόγερμα
3 δύση του ήλιου
4 ηλιοβασίλεμα
5 δύση
6 βασίλεμα
7 γέρμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---