ItalianoGreco


occupatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okkupaˈtore]

1 καταπατητής
2 οικοπεδοφάγος
3 σφετεριστής
4 κατακτητής
5 κάτοχος
6 νομεύς
7 ένοικος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---