ItalianoGreco


òhmmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔmmetro]

ομόμετρο (ή ωμόμετρο) (χρησιμοποίησε καλύτερα το ohmetro)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---