ItalianoGreco


olimpiònico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [olimˈpjɔniko]

1 ολυμπιονίκης
2 συμμετέχων σε ολυμπιακούς αγώνες

olimpiònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [olimˈpjɔniko]

1 ο του ολυμπιονίκη
2 ο των ολυμπιακών αγώνων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---