onèsto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [oˈnɛsto]
1 τιμιότητα
2 εντιμότητα
3 το τίμιο
4 το σωστό
5 το δίκαιο
onèsto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [oˈnɛsto]
1 (persona) τίμιος (-α, -ο)
2 (prezzo) λογικός (-ή, -ό)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [oˈnɛsto]
1 τιμιότητα
2 εντιμότητα
3 το τίμιο
4 το σωστό
5 το δίκαιο
onèsto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [oˈnɛsto]
1 (persona) τίμιος (-α, -ο)
2 (prezzo) λογικός (-ή, -ό)
permalink
onesto (ουσ αρσ )
onesto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android