ItalianoGreco


opifìcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [opiˈfiʧo]

1 βιομηχανία
2 φάμπρικα
3 εργοστάσιο
4 εργαστήριο
5 συνεργείο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---