ItalianoGreco


oppressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oppresˈsjone]

1 αποθάρρυνση
2 υπερφόρτωση
3 σύνθλιψη
4 κατάπτωση
5 κατάθλιψη
6 καταπίεση
7 ύφεση οικονομική
8 δυσκολία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---