ItalianoGreco


orditóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ordiˈtore]

1 ραδιούργος
2 μηχανορράφος
3 χαλκευτής
4 δολοπλόκος
5 συνωμότης
6 υφαντής
7 σκευωρός
8 κομπιναδόρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z