ItalianoGreco


originàle  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oriʤiˈnale]

1 εκκεντρικός άνθρωπος
2 περίεργος άνθρωπος

originàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oriʤiˈnale]

πρωτότυπος (-η, -ο), γνήσιος (-α, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z