ItalianoGreco


orizzónte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oridˈdzonte]

ο ορίζοντας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


all'orizzonte = στον ορίζοντα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z