ItalianoGreco


orpellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [orpelˈlare]

1 δίνω φιγουρατζίδικη υφή
2 διακοσμώ με πούλιες και στρας
3 επιμεταλλώνω με απομίμηση χρυσού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z