orsàggine
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [orˈsadʤine]
1 σκυθρωπή εμφάνιση
2 σκαιότητα
3 στριμμένη έκφραση
4 σκυθρωπότητα
5 μελαγχολική εμφάνιση
6 απειλητική εμφάνιση
7 αυταρχικότητα
8 κατσουφιασμένη έκφραση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [orˈsadʤine]
1 σκυθρωπή εμφάνιση
2 σκαιότητα
3 στριμμένη έκφραση
4 σκυθρωπότητα
5 μελαγχολική εμφάνιση
6 απειλητική εμφάνιση
7 αυταρχικότητα
8 κατσουφιασμένη έκφραση
permalink
orsaggine (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android