ItalianoGreco


ortolàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ortoˈlano]

1 οπωροπώλης
2 συκοφάγος Emberiza hortulana (πτηνό)
3 μανάβης
4 μανάβης - περιβολάρης λαχανικών
5 λαχανοπώλης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---