òstico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈɔstiko]
1 άσχημος
2 δυσάρεστος
3 σιχαμερός
4 δύσκολος
5 στενόχωρος
6 πικρός
7 σκληρός
8 δριμύς
9 άγριος
10 βδελυρός
11 αηδιαστικός
12 τραχύς
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈɔstiko]
1 άσχημος
2 δυσάρεστος
3 σιχαμερός
4 δύσκολος
5 στενόχωρος
6 πικρός
7 σκληρός
8 δριμύς
9 άγριος
10 βδελυρός
11 αηδιαστικός
12 τραχύς
permalink
ostico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android