ItalianoGreco


òttimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔttimo]

το καλύτερο

òttimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔttimo]

άριστος (-η, -ο), κάλλιστος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z